Κοντά έναν αιώνα από την ημέρα που ο Θ. Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης, ξεκίναγαν το 1925 το εμπόριο ειδών σιδήρου και 60 χρόνια από την ημέρα που θεμελιώθηκε η πρώτη υψικάμινος στη χώρα, η εταιρεία Χαλυβουργική, συμφερόντων της οικογένειας του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, που έχει πνιγεί στα χρέη και δεν λειτουργεί επί της ουσίας τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να ρίξει και τυπικά αυλαία το αμέσως προσεχές διάστημα.
Την περασμένη εβδομάδα και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου, η Εθνική Τράπεζα κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση για την υπαγωγή της Χαλυβουργικής, που τα τελευταία χρόνια πέραν όλων των άλλων προβλημάτων συγκλονίστηκε και από την ενδοοικογενειακή κόντρα μεταξύ του βασικού μετόχου Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου και των υιών του Παναγιώτη και Γεωργίου Αγγελόπουλου που πέτυχαν να θέσουν τον πατέρα τους σε δικαστική συμπαράσταση, στο καθεστώς της Ειδικής διαχείρισης. Ως ημερομηνία συζήτησης της αίτησης ορίσθηκε η 5η Απριλίου του 2021 στο Πρωτοδικείο Αθηνών.
Οι απαιτήσεις της Εθνικής Τράπεζας από τη Χαλυβουργική, σύμφωνα με τη βεβαίωση του ορκωτού ελεγκτή αντιπροσωπεύουν ποσοστό 52,6% με βάση το ισοζύγιο με ημερομηνία αναφοράς 31/12/2018, δηλαδή πολύ περισσότερο από το 40% που απαιτεί ο νόμος για να αιτηθεί την υπαγωγή της Χαλυβουργικής στο καθεστώς της Ειδικής Διαχείρισης.
Στην αίτησή της η Εθνική Τράπεζα αναφέρει πως, η υπαγωγή της Χαλυβουργικής στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης είναι η μοναδική διέξοδος για τη διάσωση της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής μέσω της μεταβίβασης του συνόλου του ενεργητικού ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής σε τρίτο βιώσιμο φορέα και για την ικανοποίηση του συνόλου των πιστωτών της.
Σε άλλο σημείο της αίτησης σημειώνεται πως η υπαγωγή της Χαλυβουργικής στη διαδικασία ειδικής διαχείρισης είναι ο μόνος ορατός τρόπος για την επίτευξη του βέλτιστου οικονομικού αποτελέσματος, προς το συμφέρον των πιστωτών της καθώς, όπως υποστηρίζει, η επιχειρούμενη με την υπό κρίση διαδικασία ταχεία πώληση του ενεργητικού της Χαλυβουργικής αποτρέπει την απαξίωσή της και τον περιουσιακό κατακερματισμό της.
Πώς έφθασε στην κατάρρευση η ιστορική βιομηχανία
Την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα έχει σημειωθεί καθίζηση της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Ενας αντιπροσωπευτικός δείκτης της είναι η κατανάλωση χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος, που ενώ το 2008 ήταν περίπου 2,3 εκατ. τόνους, το 2019 είχε μειωθεί σε μόλις 400.000 τόνους, δηλαδή 1,9 εκατομμύριο τόνους λιγότερους. Ητοι, πτώση της ζήτησης κατά 80%. Σε αυτό το περιβάλλον, η Χαλυβουργική είναι πρακτικά κλειστή από την περίοδο 2014-2015 και το προσωπικό της απομειώθηκε δραστικά τα επόμενα έτη μέσω αλλεπάλληλων προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου. Η εταιρεία δεν έχει δημοσιεύσει ισολογισμό από το 2016 και, ούτως ή άλλως, εκείνη αλλά και οι προηγούμενες χρήσεις ήταν βαθιά ζημιογόνες σε λειτουργικό επίπεδο. Η ιδιοκτησία Κωνσταντίνου Π. Αγγελόπουλου διά της παροχής ταμειακών διευκολύνσεων ή μικρών αυξήσεων κεφαλαίου έκτοτε χρηματοδοτούσε οριακά και μόνον την εταιρεία για να καλύπτει βασικά της κόστη. Πώς όμως έφθασε σε αυτό το σημείο;
Το κρίσιμο σημείο εκτιμάται πως ήταν οι μεγάλες επενδύσεις του 2003 σε δύο επιπλέον ελασματουργεία. Η Χαλυβουργική είχε ήδη ένα και από τα δύο νέα, για τα οποία δανείστηκε ένα σημαντικότατο ποσό, της τάξης των 200 εκατ. από την Εθνική, λειτούργησε πρόσκαιρα μόνον το ένα, αφού λίγα χρόνια μετά, το 2009-2010, η ζήτηση κατέρρευσε. Η ύφεση εξαφάνισε και την πρώτη ύλη που για τις χαλυβουργίες είναι τα παλιοσίδερα ή scrap από τις κατεδαφίσεις και τις αποσύρσεις εξοπλισμού. Χωρίς scrap πρέπει να εισάγονται παλιοσίδερα, αυξάνοντας κατακόρυφα το κόστος παραγωγής. Η κρίση έφερε και μεγάλη άνοδο των τιμών του ηλεκτρικού, που χρησιμοποιείται για την τήξη του μετάλλου. Πέρα όμως από όλα αυτά, οι χαλυβουργίες στην Ευρώπη είχαν ήδη καταδικαστεί από την παγκοσμιοποίηση και την ανάδυση της Κίνας, αλλά και της Ασίας εν γένει, σε κυρίαρχο παραγωγό χάλυβα. Οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες, άλλωστε, όπως και οι ελληνικές «πάτησαν» πάνω στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ευρώπης, και της Ελλάδας με καθυστέρηση λόγω του Εμφυλίου, αλλά και στον ευρωπαϊκό προστατευτισμό που καθιστούσε τις εισαγωγές εκτός Ευρώπης απαγορευτικές. Υπενθυμίζεται πως στη Γηραιά Ηπειρο ιδρύθηκε το 1951 με τη Συνθήκη των Παρισίων η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ο «πρόγονος» της Ευρωπαϊκής Ενωσης), η οποία κατ’ ουσίαν προασπίστηκε και γιγάντωσε την ευρωπαϊκή χαλυβουργία. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη ανάπτυξη των ελληνικών χαλυβουργιών ξεκίνησε κάπου εκεί, τη δεκαετία του 1950. Εξήντα επτά χρόνια μετά, στις αρχές του 2017, η Alvarez & Marsal παρέδωσε στις τράπεζες μελέτη, που της είχαν παραγγείλει οι ίδιες για να ακτινογραφήσουν τον κλάδο και να διαπιστώσουν τη βιωσιμότητά του, μιας και προβλήματα είχαν εκδηλώσει και οι άλλοι δύο μεγάλοι χαλυβουργικοί όμιλοι της χώρας, η Χαλυβουργία Ελλάδος και η Σιδενόρ/Sovel. Η έκθεση εκείνη συμπεραίνει πως υπήρχε πράγματι πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα και, ως εκ τούτου, έπρεπε να διακοπεί οριστικά η λειτουργία κάποιων μονάδων.
Πόσα και πού χρωστά η Χαλυβουργική
Η Χαλυβουργική χρωστά στην Εθνική Τράπεζα, 296,055 εκατ. ευρώ βάσει του ισοζυγίου της εταιρείας με ημερομηνία 31/12/2018, ενώ βάσει των στοιχείων της Τράπεζας η απαίτηση ανήλθε σε 301,791 εκατ. ευρώ που εκπροσωπεί ποσοστό 53,7% του συνόλου των απαιτήσεων και την 30η.11.2020, σε 343,773 εκατ. ευρώ.
Το δε σύνολο των υποχρεώσεων της Χαλυβουργικής την 31η Δεκεμβρίου του 2016, βάσει των τελευταίων διαθέσιμων δημοσιευμένων οικονομικών της καταστάσεων, ανέρχεται στα 497,200 εκατ. ευρώ ενώ την 31 Δεκεμβρίου 2018 βάσει του ισοζυγίου ξεπερνά τα 562,311 εκατ. ευρώ.
Με βάση το ισοζύγιο της 31η Δεκεμβρίου του 2018, η Χαλυβουργική χρωστά συνολικά στις Τράπεζες 448,209 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 296,055 εκατ. ευρώ στην Εθνική, 132,898 εκατ. ευρώ στην Πειραιώς, 10,478 εκατ. ευρώ στην Alpha Bank και 8,776 εκατ. ευρώ στη Eurobank. Προς δημόσιες επιχειρήσεις και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) οι οφειλές της αγγίζουν τα 41,576 εκατ. ευρώ και προς τους προμηθευτές τα 6,511 εκατ. ευρώ. Το άνοιγμα προς τις φορολογικές αρχές είναι 454.054 ευρώ, 1,347 εκατ. ευρώ προς τα ασφαλιστικά ταμεία και 36,126 εκατ. ευρώ προς διάφορους πιστωτές ενώ οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις διαμορφώνονταν στις 31/12/2018 στα 26,43 εκατ. ευρώ και στα 1,746 εκατ. ευρώ οι υποχρεώσεις παροχών στο προσωπικό.
Όπως προκύπτει από τις τελευταίες δημοσιευμένες στο ΓΕΜΗ, ο τζίρος της Χαλυβουργικής το 2016 κατήλθε στα 8,1 εκατ. ευρώ από 16,8 εκατ. ευρώ που ήταν το 2015 ενώ το αποτέλεσμα μετά φόρων διαμορφώθηκε σε ζημιά 41,4 εκατ. ευρώ το 2016 έναντι ζημιάς 35,1 εκατ. ευρώ το 2015.
Επίσης με βάση τις επιφυλάξεις αλλά και προσαρμογές (για τη χρήση του 2015), και τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις των χρήσεων 2015 και 2016 και το προσχέδιο των οικονομικών καταστάσεων της χρήσης του 2017, προκύπτει ότι τα Ίδια Κεφάλαια της εταιρείας, όχι απλώς, έχουν καταστεί κατωτέρα του 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου, αλλά έχουν καταστεί αρνητικά για τρεις συνεχόμενες χρήσεις 2015, 2016 και 2017, ενώ μέχρι σήμερα η Γενική Συνέλευση δεν έχει μεριμνήσει για τη λήψη των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Κ.Ν. 2190/1920 μέτρων.
Η εμπορική πίστη της Χαλυβουργικής έχει κλονισθεί προ πολλού, με αποτέλεσμα πολλοί δανειστές της να έχουν προσπαθήσει δια της δικαστικής οδού να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους, εκδίδοντας σε βάρος της διαταγές πληρωμής, όπως η ΔΕΗ, η EFG Eurobank, η ABC Factors και η Alpha Bank.
Ο αθεράπευτος κλονισμός της εμπορικής πίστης της Χαλυβουργικής, οι άκαρπες προσπάθειες διευθέτησης των χρεών της για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, όπως επίσης και η διαρκούσα έλλειψη εμπορικής δραστηριότητάς της συνηγορούν υπέρ του μη αναστρέψιμου και της μονιμότητας της αδυναμίας της να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές της υποχρεώσεις προς πάσης φύσεως πιστωτές της, αναφέρεται στην αίτηση υπαγωγής της στην Ειδική Διαχείριση.