Το περιστατικό αληθεύει απολύτως και αντανακλά μιαν απροσδόκητη (όσο απροσδόκητη υπήρξε και η μαζική προσέλευση στις χθεσινές κάλπες) πραγματικότητα: Πάμπολλοι Έλληνες, οι οποίοι τοποθετούν τον εαυτό τους στο κέντρο ή ακόμα και στην κεντροαριστερά υπέγραψαν τη δήλωση προσχώρησης στις αρχές της “Νέας Δημοκρατίας” και ψήφισαν για την ηγεσία της. Εκείνος που θα τους κατηγορήσει ότι φέρθηκαν καιροσκοπικά, αγνοεί μάλλον την Ιστορία.

Δεκέμβριος 1944. Επί τρεις σχεδόν εβδομάδες, ο ΕΛΑΣ και το “τιμωρό χέρι του λαού”, η ΟΠΛΑ, ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας. Η “Επανάσταση” που εξελίσσεται σύντομα παίρνει την μορφή ταξικής εκδίκησης, ακόμα και εκκαθάρισης. Χιλιάδες Αθηναίοι συλλαμβάνονται στα σπίτια τους και -με μόνη κατηγορία πως είναι αστοί- είτε οδηγούνται στο υδραγωγείο της Ούλεν, όπου εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες και θάβονται ομαδικά. Είτε καθίστανται όμηροι του “λαϊκού στρατού” και σχηματίζουν μια ρακένδυτη φάλαγγα που ανηφορίζει πεζή, υπό συνθήκες παγετού και τρομοκρατίας, μέχρι σχεδόν την Αράχωβα.

Με την συνθηκολόγηση και την λήξη των Δεκεμβριανών, οι όμηροι απελευθερώνονται. Το παιχνίδι ωστόσο για την Αριστερά στην Αθήνα έχει επί της ουσίας χαθεί. Το ΕΑΜ, που είχε κερδίσει επί Κατοχής με το σπαθί του την συμπάθεια και την υποστήριξη της μεσαίας τάξης, την έχει στρέψει πλέον φανατικά εναντίον του. Ακόμα και οι σοσιαλδημοκράτες συνοδοιπόροι του ΚΚΕ, παίρνουν τις αποστάσεις τους και συντάσσονται με την “εθνική παράταξη”. Ο Γιώργος Θεοτοκάς –εξαιρετικός πεζογράφος αλλά και εμβληματική προσωπικότητα της γενιάς του ’30, κεντρώος μέχρι το κόκκαλο– θεωρεί τον εμφύλιο πόλεμο ως την ύστατη συμφορά. Αποδίδει ευθύνες και στα δύο μέρη. Κλίνει εντούτοις, με ελεύθερο πνεύμα –όπως επιγραφόταν και το νεανικό του μανιφέστο που τάραξε τα νερά–, υπέρ του στρατοπέδου το οποίο τελικά επικράτησε.

Τηρήστε αυστηρότατα τις αναλογίες και δείτε υπό το ανωτέρω πρίσμα τη σημερινή κατάσταση: Αξιοποιώντας την οικονομική, ηθική και αισθητική καταβαράθρωση της Ελλάδας που ολοκληρώθηκε κατά την τελευταία εξαετία, ο Σύριζα κατάφερε να δεκαπλασιάσει σχεδόν τη δύναμή του και να αναλάβει τα ηνία. Ο τρόπος που έως σήμερα κυβέρνησε φάνηκε τόσο ερασιτεχνικός, αλλαζονικός κι εντέλει καταστροφικός στον μεσαίο χώρο, ώστε να προσχωρήσει αθρόα εκείνος στο αντίπαλον δέος. Στη “Νέα Δημοκρατία”.

Είχαν προηγηθεί –θυμίζω– οι ατελέσφορες προσπάθειες να ενωθεί η κεντροαριστερά ή να αναφυεί ένα μετα-εκσυγχρονιστικό κόμμα, ένα “Ποτάμι”, που τα νερά του έμειναν τελικά στάσιμα επειδή μάλλον φάνηκαν στους πολίτες υπέρ το δέον θολά…

Η μεγάλη είδηση της 20ης Δεκεμβρίου 2015 δεν είναι η σειρά κατάταξης των υποψηφίων. Αλλά η μαζικότητα της συμμετοχής.

Στην “Νέα Δημοκρατία” παρουσιάζεται από χθες μια ιστορική ευκαιρία. Να εξελιχθεί στη μεγάλη αστική παράταξη, η οποία θα γυρίσει σελίδα στην Ελλάδα. Θα πραγματοποιήσει επιτέλους τις χρονίζουσες πλην υπερεπείγουσες μεταρρυθμίσεις. Θα επαναφέρει τη χώρα σε σταθερή ευρωπαϊκή τροχιά και θα της δώσει ελπιδοφόρα προοπτική, αξιοποιώντας δυνατότητες και ευκαιρίες που επί δεκαετίες συνθλίβονταν στα γρανάζια του κρατικισμού, της διαπλοκής και της γραφειοκρατίας.

Για να αρθεί η “Νέα Δημοκρατία” στο ύψος των περιστάσεων, οφείλει πρώτον να σταματήσει να αλληθωρίζει προς τα δεξιά της. Να αντιληφθεί, έστω και με καθυστέρηση, ότι οι ψηφοφόροι των “ΑνΕλ” –πόσω δε μάλλον της “Χρυσής Αυγής”– νοιώθουν κυρίως αντισυστημικοί και δευτερευόντως δεξιοί. Ότι δεν πρόκειται να επαναπατρισθούν στην παρελθούσα κοίτη τους, όσες πατριωτικοχριστιανικές κορώνες κι αν ακουστούν απ’ την Συγγρού ή από την Ρηγίλλης.

Οφείλει, δεύτερον, να εγκολπωθεί όχι ευκαιριακά αλλά εγκάρδια τους κεντρώους, ακόμα δε και τους κεντροαριστερούς πολίτες, οι οποίοι υπερέβησαν προκαταλήψεις και ψυχολογικά κωλύματα τριών γενεών και την τίμησαν με την ψήφο τους. Να τους υποδεχτεί ως συνδιαμορφωτές εφεξής των θέσεων και των έργων της. Να γίνει το κόμμα που θα εκφράζει το όλον “Ναι” στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.

Εάν συμβούν τα παραπάνω, είναι προφανές πως θα μιλάμε για ένα ουσιαστικά καινούργιο κόμμα. Μια νέα “Νέα Δημοκρατία”, απελευθερωμένη από τον παρωχημένο εαυτό της, από τις βαρωνίες και τα συστήματα εξουσίας. Πόσο δύσκολο είναι για έναν οργανισμό σαραντατριών ετών να αναγεννηθεί; Πολύ δύσκολο.

Θυμίζω ωστόσο το παράδειγμα του Πασόκ το 1996. Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου πείσθηκε, πρώτα από τους γιατρούς και εν τέλει από τον Παντοδύναμο, να παραδώσει την ηγεσία, ως διάδοχος του προαλειφόταν ο Άκης Τσοχατζόπουλος. Ο Άκης ήταν ο πιστός μαθητής, ο γαλουχημένος μέσα στο πιο βαθύ κομματικό περιβάλλον, ο εκφραστής της “συνέπειας και της συνέχειας”. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, τη μάχη κέρδισε ο Κώστας Σημίτης. Γιατί; Διότι το Πασόκ, κυτταρικά σχεδόν, είχε συναίσθηση πως μόνο με τον Σημίτη θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των ανατέλλοντων καιρών. Και να εξακολουθήσει να κυριαρχεί.

Σε κάποια πρόσωπα –φυσικά ή πολιτικά– τίθεται κάποτε το δίλημμα είτε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους είτε να μαραζώσουν και να σβήσουν. Αυτή ακριβώς είναι περίπτωση της “Νέας Δημοκρατίας” στην αυγή του 2016.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας