Δραματικές ώρες ζει η οικογένεια των δύο παιδιών από τη Μάνδρα, που μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκε το ένα στο χώμα και το άλλο στη φυλακή.
Ο 14χρονος που ομολόγησε ότι σκότωσε τον 17χρονο αδερφό του, με τον οποίο είχαν πάει να φροντίσουν τα ζώα της οικογένειας, περιέγραψε εκείνες τις φρικτές στιγμές.
«Μετά τον πυροβολισμό πήγα πάνω από τον αδερφό μου. Του φώναζα ξύπνα, ξύπνα. Είδα ότι δεν γινόταν τίποτα. Τρομοκρατήθηκα. Φοβήθηκα τόσο πολύ που δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Αποφάσισα να φύγω και να πάω στο σπίτι μου με τα πόδια».
Αυτά είπε στους αστυνομικούς σύμφωνα με πληροφορίες ο 14χρονος, σε βάρος του οποίου ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο. Χθες, στα δικαστήρια, εκτός από τον πατέρα του -που κατηγορείται και ο ίδιος, για παραμέληση- ήταν και η υπόλοιπη οικογένεια για να του συμπαρασταθεί.
Πήγαιναν σε νυχτερινό σχολείο
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο 14χρονος πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο, όπως φοιτούσε και ο μεγαλύτερος αδερφός του.
Σύμφωνα με το καθημερινό τους πρόγραμμα, τα αδέλφια πήγαιναν στη στάνη στις 11.00 το πρωί. Ο ένας βοσκούσε τα πρόβατα και ο άλλος τα κατσίκια. Τελείωναν στις 17.00 το απόγευμα και τότε, οι γονείς έπαιρναν τα παιδιά από τη στάνη και τα πήγαιναν γύρω στις 19.00 στο νυχτερινό σχολείο.
Ο 14χρονος πήρε προθεσμία για να απολογηθεί την ερχόμενη Τρίτη στον Ανακριτή Ανηλίκων.
Ενα κυνηγετικό δυστύχημα ή συγκάλυψη μιας δολοφονίας;
Σχετικά με την κατηγορία που έχει απαγγελθεί στον 14χρονο αδελφοκτόνο από την Μάνδρα, για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο, ο Γιάννης Βέρρας, δικηγόρος της οικογένειας, υποστήριξε μιλώντας στον ΑΝΤ1 πως «η ανθρωποκτονία αφορά τον θάνατο. Ο δόλος, η υπαιτιότητα του δράστη ρυθμίζει και την απαξία του δράστη ώστε να γίνει πλημμέλημα ή κακούργημα η δολοφονία, που αντιμετωπίζεται διαφορετικά ποινικά. Η τακτική των Αρχών είναι να αποδίδουν μεγαλύτερη απαξία στην κατηγορία, ώστε να γίνει καλύτερη διερεύνηση της υπόθεσης».
«Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι θα αποδειχθεί πως πρόκειται για ανθρωποκτονία από αμέλεια», υποστήριξε ο συνήγορος του κατηγορούμενου, που όχι αμέσως, αλλά μετά από έρευνα των αστυνομικών και κατά την κατάθεση – ανάκριση του, ομολόγησε ότι εκείνος πυροβόλησε τον αδελφό του. Όπως υποστήριξε ο συνήγορος του, «σε κατάθεση του, παρουσία παιδοψυχολόγου, το παιδί είπε «πήγαμε να παίξουμε κυνήγι, μου έδωσε το όπλο και εκπυρσοκρότησε το όπλο. Τον χτύπησε από τα 3 μέτρα. Ακόμα όμως και αν πάτησε την σκανδάλη ενώ εκινείτο στον δρόμο, χωρίς να το θέλει, δεν μπορώ να αποδώσω τον δόλο στην ανθρωποκτονία.».
«Ο 14χρονος ζήτησε και απαίτησε να απολογηθεί άμεσα. Δυστυχώς όμως, ο ανακριτής δήλωσε αναρμόδιος και μετά βίας ζήτησε να λάβουμε προθεσμία, την οποία εμείς δεν θέλαμε να λάβουμε», είπε ακόμη ο δικηγόρος. Σε παρέμβαση του, ο Σπήλιος Κρικέτος, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Αστυνομικών Δυτικής Αττικής, επεσήμανε με αφορμή την υπόθεση αυτή πως «τα όπλα είναι παντού, τα παιδιά έχουν πρόσβαση στα όπλα, ενώ αυτά έπρεπε να είναι κλειδωμένα αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα», προσθέτοντας για την αδελφοκτονία στην Μάνδρα, «αυτά τα παιδιά, ποιος έλεγξε εάν πηγαίνουν σχολείο, εάν όλα είναι καλά;».
«Δεν βρέθηκε το παραμικρό από το Χαμόγελο του Παιδιού»
Απαντώντας, ο Ιωάννης Βέρρας είπε ότι «η κοινωνική υπηρεσία είχε δεχθεί επανειλημμένες καταγγελίες για την οικογένεια και από «Το Χαμόγελο του Παιδιού» και ουδέποτε είχε βρεθεί το παραμικρό. Η κοινωνική υπηρεσία είχε πάει στο σπίτι πάνω από 10 φορές και έδωσε και έγγραφο στην μητέρα πως όλα ήταν καλά και ότι τα παιδιά ήταν πάντοτε καθαρά, ήταν υγιή, πήγαιναν στο σχολείο τους κτλ.». «Αυτός που δεν πήγαινε σχολείο τακτικά ήταν ο 17χρονος που είχε αγάπη για το χωράφι και δεν ήθελε να πηγαίνει, αλλά η οικογένεια τον πίεζε να πηγαίνει έστω στο Εσπερινό», είπε ο δικηγόρος. Σε ότι αφορά την ποινική μεταχείριση του αδελφοκτόνου, ο Ιωάννης Βέρρας είπε πως «το μόνο μέτρο που μπορεί να επιβληθεί ως ποινή σε ένα παιδί ηλικίας από 12 έως 14 ετών είναι κάποια περιοριστικά μέτρα».