Η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας (ΑΣΕ) στο οποίο προεδρεύει ο γενικός γραμματέας του υπουργείου, ενέκρινε ως γνωστόν την απόλυση 45 από τους 95 εργαζόμενους στην Χαλυβουργία Ελλάδος της οικογένειας Μάνεση μετά από πολλές συνεδριάσεις και με οριακή πλειοψηφία 4 έναντι 3 που καταψήφισαν, μια απόφαση που σαφώς αποτελεί μόνον την κορυφή του παγόβουνου που με σταθερή πλεύση αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά θα καταβυθίσει την άλλοτε πανίσχυρη ελληνική χαλυβουργική βιομηχανία.
Συγκεκριμένα, ο νόμος για τις ομαδικές απολύσεις δεν είναι νέος και κυρίως δεν αποτελεί – όπως ισχυρίζονται πολλοί – μνημονιακό μέτρο. Ισχύει από το 1983 με τη ν διαφορά ότι την αρμοδιότητα έγκρισης της όποιας αίτησης υπήρχε από μια επιχείρηση είχς ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας. Μια αρμοδιότητα η οποία ουσιαστικά ήταν λανευ ουσίας αφού ο υπουργός, ως πολιτικό πρόσωπο δεν ήταν εύκολο να πάρει ένα τόσο μεγάλο πολιτικό κόστος αλλά και δεν είχε και τις απαραίτητες γνώσεις να κρίνει αν από τα στοιχεία που η επιχείρηση κατέθετε προέκυπτε μη βιωσιμότητα της αιτούσας. Καλώς λοιπόν η αρμοδιότητα μεταβιβάστηκε στον γ.γ. και στο ΑΣΕ.
Δύσκολη απόφαση βέβαια για τον όποιον εκαλείτο να την λάβει. Δεν είναι καθόλου εύκολο να υπογράψεις και να πετάξεις στο δρόμο τόσες οικογένειες ακόμη και αν η απόφαση προβλέπει τόσο την πλήρη αποζημίωση αλλά και την ρήτρα επαναπρόσληψης στην περίπτωση που τα οικονομικά της επιχείρησης επέτρεπαν αύξηση του προσωπικού.
Το δίλλημμα επίσης είναι εξίσου μεγάλο αφού η επόμενη επώδυνη λύση είναι η εκ μέρους του επιχειρηματία οριστικό κλείσιμο της επιχείρησης με περισσότερο επώδυνα αποτελέσματα. Και έχουν υπάρξει δυστυχώς στην περίοδο τούτης της μεγάλης κρίσης πολλές επιχειρήσεις που έκλεισαν ή ανέστειλαν την λειτουργία τους απολύοντας το σύνολο του προσωπικού τους. Ενα πρόχειρο παράδειγμα η βιομηχανία ξύλου Σέλμαν αίτημα της οποίας απέρριψε ο σημερινός υπουργός Εργασίας με αποτέλεσμα η εταιρεία να κλείσει εντελώς και σήμερα να είναι ένα βήμα από το να περάσει σε τουρκικά επιχειρηματικά συμφέροντα.
Επαναλαμβάνω δεν είναι μια εύκολη απόφαση ούτε βέβαια και η απόλυση του 5% των εργαζομένων όπως ορίζει ο νόμος.Υπενθυμίζεται ότι η Ελληνική Χαλυβουργία προχώρησε σε εκ περιτροπής εργασία των εναπομεινάντων εργαζομένων τον Μάιο και τον Ιούνιο, έχοντας καταθέσει από το Φεβρουάριο του 2014 αίτημα για 90 ομαδικές απολύσεις εργαζομένων στο εργοστάσιο του Ασπροπύργου επί συνόλου 107 εργαζομένων. Ωστόσο, με συνεχόμενες οικειοθελείς αποχωρήσεις μέχρι και τον Μάιο απέμειναν στο εργοστάσιο 74 εργαζόμενοι. Μετά την τελευταία εξέλιξη στο εργοστάσιο απομένουν 29 εργαζόμενοι.
Δραματική η εικόνα του κλάδου
Εν τω μεταξύ μη αναστρέψιμη χαρακτηρίζουν στελέχη της αγοράς την εικόνα στις ελληνικές χαλυβουργίες, αφού ξεπεράστηκε κάθε όριο αντοχής προκειμένου να παραμείνουν ανοικτές οι μονάδες τους. Η εγχώρια ζήτηση έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 1962, το α΄ εξάμηνο του 2014 εξελίσσεται σχεδόν ισοπεδωτικά για τον κλάδο με ανύπαρκτη την οικοδομική δραστηριότητα, στα εργοστάσια που ακόμη λειτουργούν υπάρχει μόνο η βραδινή βάρδια (10-6) και μόνο Δευτέρα με Παρασκευή και φυσικά τα εξαγγελθέντα μέτρα της κυβέρνησης, ύψους 150 εκατ. ευρώ, για μείωση του κόστους σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο –αν και δεν έχουν εφαρμοσθεί μέχρι και σήμερα– δίνουν μία ελάχιστη παράταση ζωής μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014.
Σε δηλώσεις του στα μμε ο πρόεδρος της Ενωσης Χαλυβουργιών Ελλάδος κ. Αλέξανδρος Τικτόπουλος, υποστηρίζει ότι «το πολύ υψηλό κόστος ενέργειας (ηλεκτρικής και φυσικού αερίου) είναι το μείζον πρόβλημα των ελληνικών χαλυβουργιών έναντι των ανταγωνιστριών τους στη διεθνή αγορά, δεδομένου ότι, κατά τα άλλα, οι ελληνικές επιχειρήσεις διαθέτουν εγκαταστάσεις παραγωγής της πλέον προηγμένης τεχνολογίας, έχουν τεχνογνωσία και οργάνωση πολύ υψηλού επιπέδου και τα προϊόντα που παράγουν μπορούν να συγκριθούν με τα ποιοτικότερα αντίστοιχα στην παγκόσμια αγορά. Αυτό που χρειάζονται και ζητούν είναι να εφαρμοστούν και στη χώρα μας οι ίδιες ρυθμίσεις που από ετών εφαρμόζονται στις άλλες χώρες της Ε.Ε., π.χ. στην Ιταλία, όπως είναι οι συμβάσεις διακοψιμότητας, η αντιστάθμιση των ρύπων, η μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης κ.ά.». Κι ενώ στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., συνεχίζει ο κ. Τικτόπουλος, «μελετούν ήδη τη λήψη πρόσθετων μέτρων για την περαιτέρω βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των χαλυβουργιών τους, σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για τη Χαλυβουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη χώρα μας καθυστερεί ακόμη η εφαρμογή των μέτρων ύψους 150 εκατ. ευρώ που είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο 2014 για τη μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου για τη βιομηχανία».
«Νεκρή» η αγορά, ανύπαρκτες οι εξαγωγές
Σημειώνει δε ότι το 2013, η ζήτηση της εγχώριας αγοράς για ράβδους οπλισμού σκυροδέματος και χονδρόσυρμα παρέμεινε στα επίπεδα του 2012 –περίπου 350.000 τόνοι–, με την αγορά να συρρικνώνεται κατά 85% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Εξαιρετικά δυσοίωνες, όμως, είναι οι προοπτικές και για την εξαγωγική δραστηριότητα. Το 2013, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 23,8% σε σχέση με το 2012, ενώ η μείωση έφθασε το 46,8% σε σύγκριση με τις εξαγωγές του έτους 2011 (2011: 983.000 τόνοι., 2012: 686.000 τόνοι, 2013: 523.000 τόνοι). Πολύ μεγαλύτερη είναι η πτώση των εξαγωγών στην αγορά της Αλγερίας –κύρια αγορά των χαλυβουργιών της Νότιας Ευρώπης– στην οποία από ετών ανταγωνίζονται οι χαλυβουργίες της Ελλάδος, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Ενώ οι εξαγωγές των ελληνικών χαλυβουργιών μειώθηκαν μεταξύ 2011-2013 κατά 58,8%, αντίθετα αυξήθηκαν θεαματικά οι εξαγωγές των ιταλικών χαλυβουργιών κατά 93,1%, των ισπανικών κατά 23,2% και των πορτογαλικών κατά 43,0%, λόγω του πολύ χαμηλότερου κόστους ενέργειας που έχουν σε σύγκριση με τις ελληνικές.
Β.Κ.Ν.
Ακολουθήστε το «ΘΡΙΑΣΙΟ» στο Google News, Facebook & Twitter