[dropcap]Α[/dropcap]υτό που καταδικάζει το σωματείο Ελλήνων ηθοποιών στην υπόθεση Λιγνάδη δεν είναι το έγκλημα αλλά το πρόσωπο, δηλ. ο ίδιος ο Λινγάδης και δευτερευόντως το έγκλημα του βιασμού. Ο Λιγνάδης άλλωστε καταδικάστηκε πρωτοδίκως ως βιαστής, αυτό είναι δεδομένο και κατοχυρωμένο τουλάχιστον μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση.
Αλλά όπως φαίνεται δεν είναι αρκετό για κάποιους συναδέλφους του. Γιατί; Διότι είναι “δεξιός” και άνθρωπος της κυβέρνησης, της Μενδώνη και του Μητσοτάκη ή τουλάχιστον έτσι έχει καταχωρηθεί στη συνείδησή τους. Άρα πρέπει η κριτική να συνεχιστεί και κυρίως να συνδεθεί με κάποιο τρόπο με τους κυβερνώντες ώστε να τους πλήξει, αυτή είναι η επιδίωξη.
Και ο Φιλιππίδης άλλωστε αποφυλακίστηκε ενώ κατηγορείται για απόπειρες βιασμών αλλά για εκείνον δεν υπήρξε η παραμικρή λαϊκή αντίδραση. Και αυτό διότι δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένος πολιτικά, άρα είναι ουσιαστικά αδιάφορος, κι ας καταδικαστεί ως βιαστής. Δυστυχώς, επαναλαμβάνω, ενδιαφέρουν μόνο τα πρόσωπα και όχι τα εγκλήματα.
“Δεξιοί” και “αριστεροί” βιαστές, “δεξιοί” και “αριστεροί” βιασθέντες
Κανείς φυσικά δεν θα το παραδεχθεί αλλά υπάρχει εξαρχής, ως προς το ελληνικό #metoo, μια τεράστια υποκρισία. Η υπόθεση αυτή που έχει μεγάλη κοινωνική σημασία διότι αναδεικνύει για πρώτη φορά τη φωνή των θυμάτων, κομματικοποιήθηκε εντόνως από την πρώτη στιγμή και θα έλεγα με φθηνούς τρόπους. Και όλα αυτά φυσικά με ευθύνη της Αριστεράς που επιδίωξε να ελέγξει και αυτό το κοινωνικό κίνημα όπως θέλει να κάνει διαχρονικά με όλα τα κινήματα: να τα ποδηγετεί και να τα εργαλειοποεί για κομματικό όφελος. Έτσι το αποτέλεσμα ήταν να φτιαχτούν “δικά μας” και “δικά σας” θύματα, “δικοί μας” και δικοί σας θύτες. “Δεξιοί” και “αριστεροί” βιαστές, “δεξιοί” και “αριστεροί” βιασθέντες. Φυσικά αν οι θύτες του metoo τυχαίνει να είναι της παρατάξεως όπως πχ ο πρέσβης της Βενεζουέλας στην Αθήνα, η υπόθεση σταματά ξαφνικά να έχει ενδιαφέρον, θάβεται και κουκουλώνεται, και είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Κι εκεί η κοινωνική και ανθρωπιστική ευαισθησία των δικαιωματιστών μας πάει περίπατο. Αυτό άλλωστε ισχύει εδώ και χρόνια και για τους θύτες ή τα θύματα της τρομοκρατίας.
Ο Φύσσας είναι “δικό τους” θύμα, όχι όμως και τα θύματα της Μαρφίν που είναι “δεξιά” (ήταν άλλωστε και “απεργοσπάστες”) και τα οποία δεν αξίζουν ούτε μια αναμνηστική πλακέτα, θα πρέπει να την σπάσουμε και να την καταστρέψουμε αν τολμήσει η Πολιτεία να τα αναγνωρίσει ως θύματα. Άλλωστε μην ξεχνάμε, αυτά δεν είναι θύματα “τρομοκρατίας” αλλά “λαϊκών αγώνων”. Αντιθέτως, θύμα της κρατικής καταστολής και της σημερινής “χούντας” (που δεν τελείωσε το 1973) είναι ο Κουφοντίνας που δεν του δίνουν πλέον μια άδεια από τη φυλακή αλλά όχι φυσικά ο Αξαρλιάν που δεν είναι άξιος να μνημονευτεί από κανέναν αριστερό δικαιωματιστή -άλλωστε τι ήταν πέρα από μια παράπλευρη απώλεια στον μεγάλο αγώνα των κοινωνικών επαναστατών της 17Ν. Αλλά μήπως το ίδιο δεν ισχύει και για τους μετανάστες: τεράστια ανθρωπιστική ευαισθησία για τους Σύρους και τους Αφγανούς μετανάστες και πρόσφυγες αλλά καμία για τους Ουκρανούς πρόσφυγες του πολέμου, μάλλον διότι δεν αξίζει κανείς να ασχολείται με λευκούς χριστιανούς, είναι λιγότερο πρόσφυγες από τους άλλους -και στο κάτω-κάτω ας κάθονταν στην χώρα τους να τους υποτάξει ο κος Πούτιν που έχει περικυκλωθεί από το ΝΑΤΟ και ασφυκτιά και αυτός, τι να κάνει…
Κάπως έτσι λοιπόν όλη αυτή η αλά καρτ ρητορεία περί ανθρωπιστικής και κοινωνικής ευαισθησίας, ανάλογα με το κομματικό πρόσημο που θα της δώσουμε κάθε φορά, καταντάει μέρος μιας παραταξιακής στράτευσης και υπηρετεί εντέλει ένα κομματικό σχέδιο, χάνοντας τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Και το κυριότερο, είναι εκείνη που πλήττει το κοινό περί δικαίου αίσθημα όταν αδιαφορεί ουσιαστικά για τα εγκλήματα εφόσον το σημαντικό δεν είναι ΤΙ έκανε κάποιος αλλά ΠΟΙΟΣ ήταν που το έκανε. Άλλα έτσι η Δικαιοσύνη παύει να είναι τυφλή και δικάζει ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου που έχει μπροστά της.
Ο Φύσσας, τα θύματα της Μαρφίν, ο Αξαρλιάν και τόσοι ακόμη, πενήντα χρόνια τώρα, δεν δολοφονήθηκαν για κανέναν “καλό” ιδεολογικό ή κοινωνικό σκοπό
Προσωπικά για μένα δεν υπάρχουν πρόσωπα αλλά εγκλήματα, είτε του metoo, είτε της τρομοκρατίας, ακροδεξιάς ή ακροαριστερής. Ο Φύσσας, τα θύματα της Μαρφίν, ο Αξαρλιάν και τόσοι ακόμη, πενήντα χρόνια τώρα, δεν δολοφονήθηκαν για κανέναν “καλό” ιδεολογικό ή κοινωνικό σκοπό. Δολοφονήθηκαν από φανατικούς ιδεολόγους ή απλούς μηδενιστές και λάτρεις της ωμής βίας που σε κάθε περίπτωση είναι εχθροί της δημοκρατίας και οπαδοί ολοκληρωτικών καθεστώτων, και που δεν δίνουν δεκάρα για την ανθρώπινη ζωή.
Όσο για τα θύματα ενός βιασμού, όσοι κάνετε αυτή την σιωπηρή διάκριση σε κακούς δεξιούς και λιγότερο κακούς (αριστερούς ή μη) βιαστές είστε μάλλον αδιάφοροι για τα θύματα που ζητάνε τη δικαίωσή τους και δεν ασχολήθηκαν ποτέ με τα πολιτικά φρονήματα εκείνου που τα κακοποίησε και τα εξευτέλισε.
Δεν θα αρέσουν όσα γράφω προφανώς αλλά δεν έχει μείνει κάτι άλλο στον άδικο κόσμο μας από το να γράφουμε την αλήθεια.
*Ο κος Δημήτρης Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου